μυδῶ — μυδάω to be damp pres imperat mp 2nd sg μυδάω to be damp pres subj act 1st sg (attic epic ionic) μυδάω to be damp pres ind act 1st sg (attic epic ionic) μυδάω to be damp pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) μυδάω to be damp pres ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύδῳ — μύδος damp masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαμυδώ — διαμυδῶ ( άω) (Α) [μυδώ] γίνομαι σπογγοειδής, σαπίζω εντελώς … Dictionary of Greek
μυδαίνω — (Α) 1. υγραίνω, μουσκεύω 2. (κατά τον Ησύχ.) «σήπω». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μυδ τού μυδῶ* «είμαι μούσκεμα» με μεταβατική σημ. κατά τα ρ. σε αίνω] … Dictionary of Greek
μυδαλέος — μυδαλέος, α και ιων. τ. η, ον (Α) 1. υγρός, βρεγμένος, μουσκεμένος 2. κατεστραμμένος από την υγρασία, σαπισμένος, μουχλιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. μυδώ] … Dictionary of Greek
μυδών — μυδών, ὁ (Α) σάρκα σαπισμένη σε τραύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μυδ τού μυδῶ* «είμαι μούσκεμα» + επίθημα ών (πρβλ. βομβ ών, φαγ ών)] … Dictionary of Greek
μυλάσασθαι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Κυπρίους) «τὸ σῶμα ἢ τὴν κεφαλήν σμήξασθαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαρεμφάτου μυλάσασθαι αντιστοιχεί πιθ. σε ρ. παράγωγο ενός αμάρτυρου ουσιαστικού *μῦλον. Το ελλ. μῦλ ο θα μπορούσε να αναχθεί σε ρίζα *mū dlo , που όμως δεν… … Dictionary of Greek
μύδησις — μύδησις, ἡ (Α) [μυδώ] 1. υγρασία 2. πυώδης βλεφαρίτιδα 3. σάπισμα, σήψη … Dictionary of Greek
μύδος — (I) μύδος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἄφωνος». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το ρ. μύω* «κλείνω» (πρβλ. και λ. μυκός, μυνδός)]. (II) μύδος, ὁ (Α) η υγρασία και η σήψη που οφείλεται σε αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. μυδῶ* «είμαι… … Dictionary of Greek
περιμυδώ — άω, Α αφαιρώ κάτι αφού πρώτα τό υγράνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μυδῶ «στάζω από υγρασία»] … Dictionary of Greek