μυδώ

μυδώ
μυδῶ, -άω (Α)
1. είμαι μούσκεμα, στάζω από την υγρασία («ούδ' ἀνίεσαν φόνου μυδώσας σταγόνας», Σοφ.)
2. (για πτώματα) είμαι υγρός λόγω αποσυνθέσεως, λειώνω σαπίζοντας («μυδῶν τε σῶμα γυμνώσαντες εὖ», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα *mud- τής ΙΕ ρίζας *meu-d-, παρεκτεταμένης (με οδοντικό -d-) μορφής τής αρχικής ρίζας *meu- «υγρός, μουχλιασμένος, λερώνω, καθαρίζω» και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. mudira- «νέφος», λιθουαν. maudyti «λούζω», ιρλδ. muad- «ομίχλη» και με τα μύσος*, μυλάσασθαι*. Ο τ. μυδάω είναι πιθ. μετονοματικό παρ. τού μύδος, ενώ κατ' άλλη άποψη πρόκειται για μεταρρηματικό παρ. (άγνωστου ρήματος), οπότε ο τ. μύδος είναι υποχωρητ. παράγωγό του. Ο τ. μυδαλέος συνδέεται με τον ενεστωτικό τ. μυδαίνω κατά το σχήμα ικμαλέος: ικμαίνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μυδῶ — μυδάω to be damp pres imperat mp 2nd sg μυδάω to be damp pres subj act 1st sg (attic epic ionic) μυδάω to be damp pres ind act 1st sg (attic epic ionic) μυδάω to be damp pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) μυδάω to be damp pres ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύδῳ — μύδος damp masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαμυδώ — διαμυδῶ ( άω) (Α) [μυδώ] γίνομαι σπογγοειδής, σαπίζω εντελώς …   Dictionary of Greek

  • μυδαίνω — (Α) 1. υγραίνω, μουσκεύω 2. (κατά τον Ησύχ.) «σήπω». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μυδ τού μυδῶ* «είμαι μούσκεμα» με μεταβατική σημ. κατά τα ρ. σε αίνω] …   Dictionary of Greek

  • μυδαλέος — μυδαλέος, α και ιων. τ. η, ον (Α) 1. υγρός, βρεγμένος, μουσκεμένος 2. κατεστραμμένος από την υγρασία, σαπισμένος, μουχλιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. μυδώ] …   Dictionary of Greek

  • μυδών — μυδών, ὁ (Α) σάρκα σαπισμένη σε τραύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μυδ τού μυδῶ* «είμαι μούσκεμα» + επίθημα ών (πρβλ. βομβ ών, φαγ ών)] …   Dictionary of Greek

  • μυλάσασθαι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Κυπρίους) «τὸ σῶμα ἢ τὴν κεφαλήν σμήξασθαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαρεμφάτου μυλάσασθαι αντιστοιχεί πιθ. σε ρ. παράγωγο ενός αμάρτυρου ουσιαστικού *μῦλον. Το ελλ. μῦλ ο θα μπορούσε να αναχθεί σε ρίζα *mū dlo , που όμως δεν… …   Dictionary of Greek

  • μύδησις — μύδησις, ἡ (Α) [μυδώ] 1. υγρασία 2. πυώδης βλεφαρίτιδα 3. σάπισμα, σήψη …   Dictionary of Greek

  • μύδος — (I) μύδος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἄφωνος». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το ρ. μύω* «κλείνω» (πρβλ. και λ. μυκός, μυνδός)]. (II) μύδος, ὁ (Α) η υγρασία και η σήψη που οφείλεται σε αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. μυδῶ* «είμαι… …   Dictionary of Greek

  • περιμυδώ — άω, Α αφαιρώ κάτι αφού πρώτα τό υγράνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μυδῶ «στάζω από υγρασία»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”